- ανθοβολώ
- (-άω) (Α ἀνθοβολῶ, -έω)1. ραίνω, στολίζω με άνθη2. βγάζω λουλούδια, ανθίζωνεοελλ.1. είμαι σε ανθοφορία, λουλουδιάζω2. ρίχνω τα λουλούδια μου, ανθορροώ.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ανθοβολώ — ησα, ημένος 1. μτβ., ραντίζω κάποιον με λουλούδια: Το στρατό που έφευγε τον ανθοβολούσαν. 2. αμτβ., είμαι γεμάτος άνθη: Οι λεμονιές κι οι πορτοκαλιές ανθοβολούσαν. 3. σπν., ρίχνω τα άνθη μου: Μερικές πρώιμες αμυγδαλιές είχαν ανθοβολήσει … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ανθοβόλημα — το βλ. ανθοβόληση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανθοβολώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1894 στην εφημερίδα Εστία] … Dictionary of Greek
ανθοκοπώ — είμαι γεμάτος λουλούδια, ανθοβολώ … Dictionary of Greek